So which distribution should you choose?
Published by Emilie under υπολογιστές on Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009
Selecting a particular distribution should be based on your organization's budget, skills, and requirements. Online you' ll find a useful quiz for selecting an appropriate Linux distribution.
6η Δεκεμβρίου 2009, Αλεξάνδρου του Εξεγέρτη, μια εκπληκτική ανάλυση του Γιώργου Πήττα.
Published by Emilie under πολιτική on Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009
Σκουπίδια, παντού. Ειδικοί φρουροί, με εξάρτηση που θυμίζει Star Wars κόβουν βόλτες ή αράζουν στις γωνίες κοιτάζοντας βλοσυρά τους περαστικούς. Του Γιώργου Πήττα.
Αυτοί, σε κατάσταση μόνιμου άγχους περπατάνε γρήγορα για να προλάβουν ποιος ξέρει τι, πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο κάθε τόσο και μουρμουράνε βρισιές μέσα από τα δόντια τους. Βιαστικοί ταξιτζήδες στοιβάζουν επιβάτες μέσα στα αυτοκίνητα τους, φωνάζουν από το παράθυρο Πατήσια, Παγκράτι, Δάφνη, Νέα Σμύρνη…
Η μέρα έχει ξεκινήσει πολύ νωρίς, όπως κάθε μέρα στην Αθήνα, με εκατοντάδες παππούδες και γιαγιάδες να συγκεντρώνονται από τις 5 το πρωί έξω από τα καταστήματα του ΙΚΑ για να πάρουν το χαρτάκι προτεραιότητας όσο γίνεται πιο γρήγορα μπας και ξεμπερδέψουν μια ώρα γρηγορότερα.
20 σχεδόν χρόνια «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης δεν κατάφεραν να αποδώσουν στα «τιμημένα γηρατειά» καμία αξιοπρέπεια ουσίας στην καθημερινή ζωή.
Αν μπορούσες να βάλεις ένα μαγικό μικρόφωνο πάνω από την πόλη για να ακούσεις τη βοή των ανθρώπων δύσκολα θα ξεχώριζες κάποια καλημέρα.
Η τεράστια πλειοψηφία των λέξεων που ίπτανται σαν τρομαγμένες φτερωτές κατσαρίδες είναι «μαλάκα» «άντε γαμήσου ρε» «στο διάολο από δω» «τι θε ρε; τρέχει τίποτα; ε; ε;» . Ένα απέραντο πλήθος που ψοφάει για καυγά, που ψάχνει αφορμή να εκτονώσει απέραντα κι ανομολόγητα νεύρα.
Μίλησα πριν για τα «τιμημένα γηρατειά» και θυμήθηκα τα περίφημα «περήφανα νιάτα». Τα τσαλαπατημένα. Τα αφημένα αιωνίως αναλφάβητα στα δόκανα ενός συστήματος «Παιδείας» που ξέρει να παράγει υπάλληλους, υποτακτικούς, υπανάπτυκτους, υπηρέτες και μονοφωνικούς άναρθρους πεισματάρηδες. Κυρίως κωφούς αφού ουδέποτε διδάχθηκαν να ακούν κάτι άλλο πέραν της φωνής τους.
Κατ’ εικόνα και ομοίωση της πλειοψηφίας των δασκάλων τους και εκείνων που έπλασαν τους δασκάλους τους.
Ένα πλήθος. Ένα τεράστιο συνονθύλευμα φαρμακωμένο διαχρονικά με δικτατορίες, εμφύλιους, προδοσίες, διαψεύσεις ονείρων.
Λοβοτομημένο με life style και με τη ζωή του να είναι διαρκώς μετατεθειμένη στη θέα της ζωής των δήθεν λαμπερών Άλλων , όλων αυτών που καθιέρωσε η «κουλτούρα» της ΠΑΣΟΚικής ευτυχίας της δεκαετίας του 90.
Οι γκλαμουράτοι του Κωστόπουλου η ανατολή του Θέμου και του Μάκη, των μηδενιστών ιδεολογοχαβαλέδων και των λαϊκών Ζορό.
Μέσα σε αυτή την ωραία και πανηγυρική ατμόσφαιρα το 85 δολοφονήθηκε ο Μιχάλης Καλτεζάς ετών 15 από τον Μελίστα και το αίμα του σκεπάστηκε γρήγορα, πνίγηκε στα σκάνδαλα της εποχής, στις κούτες των πάμπερς με τα φράγκα του Κοσκωτά, υπό τον ήχων των τσιφτετελιών και των σκυλάδικων που ανακηρύσσονται από τον μακαρίτη Ευάγγελο Γιαννόπουλο «πολιτιστικά κέντρα του λαού».
Παράλληλα, δεν ξέρω ποιοι, πως και γιατί τα Εξάρχεια βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη υπό κατοχή. Με τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, τον Στρατηγό Δροσογιάννη, κάποιοι αποφασίζουν να εκκαθαρίσουν την περιοχή.
Μέσα σε λίγους μήνες, η πρέζα κυκλοφορεί πιο άνετα από ποτέ. Το εμπόριο, κυριολεκτικά υπό τα βλέμματα των «οργάνων της τάξεως».
Υπόβαθρο σε όλα αυτά, μια νεολαία, τότε απομακρυσμένη από την Αριστερά καθώς το ΚΚΕ φρόντισε από νωρίς στη Μεταπολίτευση να αποχυμώσει τα πάντα και να χρησιμοποιήσει τους νεολαίους είτε σαν αφισοκολλητές είτε σαν ιδεολογικούς μπάτσους.
Και με τα νέα κινήματα ακόμα στα σπάργανα.
Μια κοινωνία, άνω κάτω. Ασπόνδυλη, σπασμωδική, με μειοψηφίες φωτεινές και τραγικά μόνες και σιωπηρές.
Χρηματιστήρια, διαπλοκές, Ολυμπιακοί Αγώνες, Νέα Τζάκια, απίθανη διασπάθιση χρήματος, απίστευτες σπατάλες των Κοινοτικών Κονδυλίων με τα λεφτά να χάνονται στο δρόμο και πολλούς κολλητούς να πλουτίζουν από τη μια μέρα στην άλλη.
Η συνείδηση που αναπνέει πια, είναι αυτή της προδοσίας. Των διαψευσμένων ονείρων για άλλη μια φορά. Καθώς, μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι πολλοί, οι βουβοί, οι ανώνυμοι, ακόμα δεν έχουν νιώσει τη ζωή τους να αναβαθμίζεται στο ελάχιστο. Η μοναδική ελληνική γραφειοκρατία, ίδια και απαράλλακτη είναι πάντα εκεί σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής και μοιάζει να έχει κατασκευασθεί επίτηδες για να εξευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Πριν από ένα χρόνο, στις 15 Νοεμβρίου έγραφα στην εφημερίδα μεταξύ άλλων:
«Και αν τότε είχες απέναντι το απόλυτο μαύρο, τον ταυτοποιημένο φασισμό, τώρα, με όλες τις παραλλαγές του γκρίζου τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, πολύ πιο μπερδεμένα, πολύ πιο δυσανάγνωστα.
Ακόμα και στο Wall των Pink Floyd που εξέφρασε μία ολόκληρη γενιά, ο ουρανός ήταν ευδιάκριτος πάνω από τον τοίχο. Ήξερες, καταλάβαινες γιατί έπρεπε να τον γκρεμίσεις.
Τώρα;
Τώρα, μοιάζει το γκρέμισμα αναγκαίο όπως πάντα, αλλά ο ορίζοντας είναι αόρατος. Ανύπαρκτος. Χτισμένος, ακόμα και αυτός.
Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία!
Τι ωραίο που ακούγεται ε;
Μα είναι, να το πω έτσι, η δουλειά, το καθήκον κάθε νέας γενιάς η Ρήξη.
Αλλιώς τίποτα δεν προχωρά, τίποτα δεν κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά, ακόμα και αν, σε αυτό το «μπροστά» είναι το χείλος του γκρεμού.»
Το άρθρο, είχε τον τίτλο «Χούντα δεν γνωρίσαμε ούτε και ελευθερία, εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» Νέο παράθυρο.
Από ένα εκπληκτικό σύνθημα που είχα δει στην Αθήνα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου, και που είχε φανεί σαν το μόνο ζωντανό «κάτι» που είδα εκείνες τις μέρες στην πόλη.
Και, στην τελευταία παράγραφο έγραφα τότε- 15 Νοεμβρίου του 2008:
«Τελειώνω και στην τελευταία αράδα νιώθω έντονα την ανάγκη να το πω ξανά, ίσως πιο καθαρά: Είναι τσουνάμι αυτό που θα έρθει. Δεν ξέρω ποιο "τεκτονικό" ρήγμα θα προκαλέσει τον κοινωνικό σεισμό, αλλά αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι εκτός ελέγχου. Θα είναι η μαζεμένη, η αθροισμένη οργή για την ξεδιάντροπη κοροϊδία πολλών, πάρα πολλών χρόνων. Η ατμόσφαιρα στην Αθήνα μυρίζει μπαρούτι.
Όποιος δεν το καταλαβαίνει, έχει μάλλον χάσει κάθε αίσθηση με την πραγματικότητα...»
Μέσα στο μυαλό μου είχα μαζεμένα τα Βατοπέδια, τα κατακαμένα δάση, τα δομημένα ομόλογα, το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, την περίοδο του Χριστοδουλικού σκοταδισμού, την εξάπλωση του Καρατζαφερικού φασιστικού καρκινώματος, τα διαλυμένα Πανεπιστήμια, τους τεμπέληδες της άγονης πια ελληνικής κοιλάδας, τους χιλιάδες βολεμένους αργόμισθους των κομματικών διορισμών, τον διάχυτο αλλά χωρίς διοχέτευση ηλεκτρισμό χιλιάδων νέων ανθρώπων ζυμωμένων μέσα στην απαξία των πάντων-και πως αλλιώς δηλαδή;
Και ήρθε η σφαίρα του Κορκονέα. Μια σφαίρα εκτοξευμένη χρόνια πριν που τρύπωσε στο δικό του περίστροφο για να βρει τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Φόνος εξ αμελείας;
Όχι. Φόνος «εκ προθέσεως συστήματος». Ενός ολάκερου συστήματος που λειτουργεί ευνουχιστικά και δολοφονικά γιατί μόνο έτσι ξέρει να υπάρχει.
Και έγινε εν μία νυκτί ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ερήμην του, άθελά του, ο Εξεγέρτης.
Μπήκε μπροστά σε όλα όσα ακολούθησαν.Ήταν στην κεφαλή κάθε πορείας. Και δεν ήταν ένας.
Η Κορκόνια σφαίρα τον πολλαπλασίασε σε χιλιάδες Αλέξανδρους που ενώθηκαν με τη μοναδική αλήθεια που μπορεί να γεννήσει η οργή ενός πολύ νέου ανθρώπου που νιώθει όχι απλά αδικημένος αλλά προσβεβλημένος στην ίδια του την ύπαρξη.
Την αλήθεια που έστω και τυφλά ζητά το αυτονόητο: Να ζήσει. Όχι να επιβιώσει.
Το λαμπαδιασμένο δέντρο του Συντάγματος, καίει ακόμα.
Μόνο που φέτος, η οργή, θα είναι ένα χρόνο μετά.
Φέτος, στις 6 Δεκεμβρίου, στου Αλεξάνδρου του Εξεγέρτη, ο πήχης πρέπει να ψηλώσει.
πηγή: http://politispittas.blogspot.com/2009/12/6-2009.html
Αυτοί, σε κατάσταση μόνιμου άγχους περπατάνε γρήγορα για να προλάβουν ποιος ξέρει τι, πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο κάθε τόσο και μουρμουράνε βρισιές μέσα από τα δόντια τους. Βιαστικοί ταξιτζήδες στοιβάζουν επιβάτες μέσα στα αυτοκίνητα τους, φωνάζουν από το παράθυρο Πατήσια, Παγκράτι, Δάφνη, Νέα Σμύρνη…
Η μέρα έχει ξεκινήσει πολύ νωρίς, όπως κάθε μέρα στην Αθήνα, με εκατοντάδες παππούδες και γιαγιάδες να συγκεντρώνονται από τις 5 το πρωί έξω από τα καταστήματα του ΙΚΑ για να πάρουν το χαρτάκι προτεραιότητας όσο γίνεται πιο γρήγορα μπας και ξεμπερδέψουν μια ώρα γρηγορότερα.
20 σχεδόν χρόνια «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης δεν κατάφεραν να αποδώσουν στα «τιμημένα γηρατειά» καμία αξιοπρέπεια ουσίας στην καθημερινή ζωή.
Αν μπορούσες να βάλεις ένα μαγικό μικρόφωνο πάνω από την πόλη για να ακούσεις τη βοή των ανθρώπων δύσκολα θα ξεχώριζες κάποια καλημέρα.
Η τεράστια πλειοψηφία των λέξεων που ίπτανται σαν τρομαγμένες φτερωτές κατσαρίδες είναι «μαλάκα» «άντε γαμήσου ρε» «στο διάολο από δω» «τι θε ρε; τρέχει τίποτα; ε; ε;» . Ένα απέραντο πλήθος που ψοφάει για καυγά, που ψάχνει αφορμή να εκτονώσει απέραντα κι ανομολόγητα νεύρα.
Μίλησα πριν για τα «τιμημένα γηρατειά» και θυμήθηκα τα περίφημα «περήφανα νιάτα». Τα τσαλαπατημένα. Τα αφημένα αιωνίως αναλφάβητα στα δόκανα ενός συστήματος «Παιδείας» που ξέρει να παράγει υπάλληλους, υποτακτικούς, υπανάπτυκτους, υπηρέτες και μονοφωνικούς άναρθρους πεισματάρηδες. Κυρίως κωφούς αφού ουδέποτε διδάχθηκαν να ακούν κάτι άλλο πέραν της φωνής τους.
Κατ’ εικόνα και ομοίωση της πλειοψηφίας των δασκάλων τους και εκείνων που έπλασαν τους δασκάλους τους.
Ένα πλήθος. Ένα τεράστιο συνονθύλευμα φαρμακωμένο διαχρονικά με δικτατορίες, εμφύλιους, προδοσίες, διαψεύσεις ονείρων.
Λοβοτομημένο με life style και με τη ζωή του να είναι διαρκώς μετατεθειμένη στη θέα της ζωής των δήθεν λαμπερών Άλλων , όλων αυτών που καθιέρωσε η «κουλτούρα» της ΠΑΣΟΚικής ευτυχίας της δεκαετίας του 90.
Οι γκλαμουράτοι του Κωστόπουλου η ανατολή του Θέμου και του Μάκη, των μηδενιστών ιδεολογοχαβαλέδων και των λαϊκών Ζορό.
Μέσα σε αυτή την ωραία και πανηγυρική ατμόσφαιρα το 85 δολοφονήθηκε ο Μιχάλης Καλτεζάς ετών 15 από τον Μελίστα και το αίμα του σκεπάστηκε γρήγορα, πνίγηκε στα σκάνδαλα της εποχής, στις κούτες των πάμπερς με τα φράγκα του Κοσκωτά, υπό τον ήχων των τσιφτετελιών και των σκυλάδικων που ανακηρύσσονται από τον μακαρίτη Ευάγγελο Γιαννόπουλο «πολιτιστικά κέντρα του λαού».
Παράλληλα, δεν ξέρω ποιοι, πως και γιατί τα Εξάρχεια βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη υπό κατοχή. Με τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, τον Στρατηγό Δροσογιάννη, κάποιοι αποφασίζουν να εκκαθαρίσουν την περιοχή.
Μέσα σε λίγους μήνες, η πρέζα κυκλοφορεί πιο άνετα από ποτέ. Το εμπόριο, κυριολεκτικά υπό τα βλέμματα των «οργάνων της τάξεως».
Υπόβαθρο σε όλα αυτά, μια νεολαία, τότε απομακρυσμένη από την Αριστερά καθώς το ΚΚΕ φρόντισε από νωρίς στη Μεταπολίτευση να αποχυμώσει τα πάντα και να χρησιμοποιήσει τους νεολαίους είτε σαν αφισοκολλητές είτε σαν ιδεολογικούς μπάτσους.
Και με τα νέα κινήματα ακόμα στα σπάργανα.
Μια κοινωνία, άνω κάτω. Ασπόνδυλη, σπασμωδική, με μειοψηφίες φωτεινές και τραγικά μόνες και σιωπηρές.
Χρηματιστήρια, διαπλοκές, Ολυμπιακοί Αγώνες, Νέα Τζάκια, απίθανη διασπάθιση χρήματος, απίστευτες σπατάλες των Κοινοτικών Κονδυλίων με τα λεφτά να χάνονται στο δρόμο και πολλούς κολλητούς να πλουτίζουν από τη μια μέρα στην άλλη.
Η συνείδηση που αναπνέει πια, είναι αυτή της προδοσίας. Των διαψευσμένων ονείρων για άλλη μια φορά. Καθώς, μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι πολλοί, οι βουβοί, οι ανώνυμοι, ακόμα δεν έχουν νιώσει τη ζωή τους να αναβαθμίζεται στο ελάχιστο. Η μοναδική ελληνική γραφειοκρατία, ίδια και απαράλλακτη είναι πάντα εκεί σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής και μοιάζει να έχει κατασκευασθεί επίτηδες για να εξευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Πριν από ένα χρόνο, στις 15 Νοεμβρίου έγραφα στην εφημερίδα μεταξύ άλλων:
«Και αν τότε είχες απέναντι το απόλυτο μαύρο, τον ταυτοποιημένο φασισμό, τώρα, με όλες τις παραλλαγές του γκρίζου τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, πολύ πιο μπερδεμένα, πολύ πιο δυσανάγνωστα.
Ακόμα και στο Wall των Pink Floyd που εξέφρασε μία ολόκληρη γενιά, ο ουρανός ήταν ευδιάκριτος πάνω από τον τοίχο. Ήξερες, καταλάβαινες γιατί έπρεπε να τον γκρεμίσεις.
Τώρα;
Τώρα, μοιάζει το γκρέμισμα αναγκαίο όπως πάντα, αλλά ο ορίζοντας είναι αόρατος. Ανύπαρκτος. Χτισμένος, ακόμα και αυτός.
Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία!
Τι ωραίο που ακούγεται ε;
Μα είναι, να το πω έτσι, η δουλειά, το καθήκον κάθε νέας γενιάς η Ρήξη.
Αλλιώς τίποτα δεν προχωρά, τίποτα δεν κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά, ακόμα και αν, σε αυτό το «μπροστά» είναι το χείλος του γκρεμού.»
Το άρθρο, είχε τον τίτλο «Χούντα δεν γνωρίσαμε ούτε και ελευθερία, εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» Νέο παράθυρο.
Από ένα εκπληκτικό σύνθημα που είχα δει στην Αθήνα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου, και που είχε φανεί σαν το μόνο ζωντανό «κάτι» που είδα εκείνες τις μέρες στην πόλη.
Και, στην τελευταία παράγραφο έγραφα τότε- 15 Νοεμβρίου του 2008:
«Τελειώνω και στην τελευταία αράδα νιώθω έντονα την ανάγκη να το πω ξανά, ίσως πιο καθαρά: Είναι τσουνάμι αυτό που θα έρθει. Δεν ξέρω ποιο "τεκτονικό" ρήγμα θα προκαλέσει τον κοινωνικό σεισμό, αλλά αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι εκτός ελέγχου. Θα είναι η μαζεμένη, η αθροισμένη οργή για την ξεδιάντροπη κοροϊδία πολλών, πάρα πολλών χρόνων. Η ατμόσφαιρα στην Αθήνα μυρίζει μπαρούτι.
Όποιος δεν το καταλαβαίνει, έχει μάλλον χάσει κάθε αίσθηση με την πραγματικότητα...»
Μέσα στο μυαλό μου είχα μαζεμένα τα Βατοπέδια, τα κατακαμένα δάση, τα δομημένα ομόλογα, το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, την περίοδο του Χριστοδουλικού σκοταδισμού, την εξάπλωση του Καρατζαφερικού φασιστικού καρκινώματος, τα διαλυμένα Πανεπιστήμια, τους τεμπέληδες της άγονης πια ελληνικής κοιλάδας, τους χιλιάδες βολεμένους αργόμισθους των κομματικών διορισμών, τον διάχυτο αλλά χωρίς διοχέτευση ηλεκτρισμό χιλιάδων νέων ανθρώπων ζυμωμένων μέσα στην απαξία των πάντων-και πως αλλιώς δηλαδή;
Και ήρθε η σφαίρα του Κορκονέα. Μια σφαίρα εκτοξευμένη χρόνια πριν που τρύπωσε στο δικό του περίστροφο για να βρει τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Φόνος εξ αμελείας;
Όχι. Φόνος «εκ προθέσεως συστήματος». Ενός ολάκερου συστήματος που λειτουργεί ευνουχιστικά και δολοφονικά γιατί μόνο έτσι ξέρει να υπάρχει.
Και έγινε εν μία νυκτί ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ερήμην του, άθελά του, ο Εξεγέρτης.
Μπήκε μπροστά σε όλα όσα ακολούθησαν.Ήταν στην κεφαλή κάθε πορείας. Και δεν ήταν ένας.
Η Κορκόνια σφαίρα τον πολλαπλασίασε σε χιλιάδες Αλέξανδρους που ενώθηκαν με τη μοναδική αλήθεια που μπορεί να γεννήσει η οργή ενός πολύ νέου ανθρώπου που νιώθει όχι απλά αδικημένος αλλά προσβεβλημένος στην ίδια του την ύπαρξη.
Την αλήθεια που έστω και τυφλά ζητά το αυτονόητο: Να ζήσει. Όχι να επιβιώσει.
Το λαμπαδιασμένο δέντρο του Συντάγματος, καίει ακόμα.
Μόνο που φέτος, η οργή, θα είναι ένα χρόνο μετά.
Φέτος, στις 6 Δεκεμβρίου, στου Αλεξάνδρου του Εξεγέρτη, ο πήχης πρέπει να ψηλώσει.
πηγή: http://politispittas.blogspot.com/2009/12/6-2009.html