Νίκος Σκαλκώτας, τον θυμάται κανεις???
Published by Emilie under μουσική on Τρίτη, Σεπτεμβρίου 22, 2009
Επείδη όταν μιλάμε για μουσικούς, όπως και για ζωγράφους και για καλλιτέχνες γενικότερα, νομίζω πως είναι καλό να γνωρίσουμε πρώτα την τέχνη τους και μετά να σχολιάσουμε εμείς οι απλοί αποδέκτες της ιδιοφυΐας τους, παραθέτω στην συνέχεια κάποια από τα δικά μου αγαπημένα κομμάτια του Σκαλκώτα.
Κατά την γνώμη μου ο Σκαλκώτας όπως και ο αρχιτέκτονας Κωνσταντινίδης (και πολύ άλλοι που δεν τους παραθέτω εδώ), καταπιάνονται με την ελληνικότητα, στην πραγματική της όμως έννοια και διάσταση και όχι με τις ηλίθιες αναχρονιστικές και απίστευτα κιτσάτες αντιγραφές και παρωδίες του αρχαίου ή και του βυζαντινού πολιτισμού. Και αυτήν την τοπιότητα και ελληνικότητα προσπαθούν να αποδώσουν με μια παγκόσμια και σύγχρονη (μουσική, σρχιτεκτονική, κ.ο.κ.) γλώσσα και το καταφέρνουν με απίστευτα μοναδικά αποτέλεσματα.
Βρίσκουν τα πραγματικά και διαχρονικά στοιχεία αυτής της καημένης της ελληνικής κουλτούρας, που αντί να γιορτάζει την πολυπολιτισμικότητα, την πολυμορφία, και την πολυφωνία της, στρέφεται εναντίον της ίδιας της φύσης.
Έτσι αποδεικνύουν ότι ελληνικό δεν είναι αυτός ο καταραμένος κίονας με τα παπαράκια στην κορυφή, ούτε και το σκυλαδικομπούζουκο που και καλά είναι η κυρίαρχη λαική διακέδαση (που άμα δεις τις τιμές καταλαβαίνεις πως μόνο λαική δεν είναι αυτή η διασκέδαση).
Και συνεχίζω , πάντα εκφράζοντας την αποψή μου, λέγοντας πως ότι είναι πραγματικά ελληνικό είναι και πραγματικά λαικό, αυτό είναι και η πεμπτουσία της τέχνης αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι το σέβονται, το μελετούν, το κάνουν κέντρο της εκφρασής τους και το εξυψώνουν σε παγκόσμια αναγνωρίσιμο και καταξιωμένο.
Εξήντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από το θάνατο του σπουδαιότερου, κατά πολλούς, Έλληνα συνθέτη κλασικής μουσικής, του Νίκου Σκαλκώτα, όμως όλα όσα τον «σκότωσαν» τότε, συνεχίζουν να «σκοτώνουν» ακόμα και σήμερα την Ελληνική μουσική.
Του Πάρι Κωνσταντινίδη
Πέρασαν ήδη 60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (19 Σεπτεμβρίου 1949), του σπουδαιότερου, ίσως, συνθέτη –της λεγόμενης «κλασικής» μουσικής- που γέννησε ποτέ ο τόπος μας, μα μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή η αξία του στη χώρα μας. Όσο ζούσε, ελάχιστοι τον είχαν εκτιμήσει –όπως ο αείμνηστος μουσικοκριτικός της Καθημερινής Μίνως Δούνιας- τόσο ελάχιστοι, όσο και η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Ο Νίκος Σκαλώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1904. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1920 παίρνοντας χρυσό μετάλλιο και υποτροφία. Πηγαίνει στο Βερολίνο για να περαιτέρω σπουδές. Εκεί τον κερδίζει η σύνθεση, όπου μαθητεύει–μεταξύ άλλων- δίπλα στους Αρνολντ Σένμπεργκ και Κουρτ Βάιλ. Το αδιέξοδο μιας ερωτικής σχέσης, οικονομικά προβλήματα και η άνοδος του ναζισμού το 1933 τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Όταν επιστρέφει στην Αθήνα, παρά τη δεξιοτεχνία του, παίζει βιολί στο τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής Ορχήστρας. Απομονωμένος από τον καλλιτεχνικό περίγυρο συνεχίζει να συνθέτει παρότι το έργο του παρέμενε ανερμήνευτο, είτε επειδή ήταν δυσνόητο για τα δεδομένα της ελληνικής μουσικής ζωής, είτε επειδή είναι εξαιρετικά απαιτητικό ακόμα και για σημερινές ορχήστρες. Οι κακουχίες και η πενία δεν άργησαν να οδηγήσουν στο τέλος.
Μία ημέρα, όπως περιγράφει ο πιανίστας και μαέστρος Γιώργος Χατζηνίκος, είχε πάει στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Δήμου Αθηναίων (εκεί που βρίσκεται σήμερα το πνευματικό κέντρο) για να εξεταστεί, καθώς έπασχε από κήλη. Περίμενε στην ουρά ώσπου το ιατρείο έκλεισε στις μία, οπότε έφυγε για να επιστρέψει την επομένη. Δεν εκμεταλεύτηκε ούτε την γνωριμία με τον γιατρό (από τον καιρό του Βερολίνου) για να περάσει μπροστά στην ουρά, ούτε είχε την οικονομική δυνατότητα να πάει αλλού, καθώς είχε ήδη κλείσει θέση σε κλινική για την ετοιμόγεννη γυναίκα του. Το βράδυ τον έπιασαν οι πόνοι και τύλιξε το στόμα του με πετσέτες για να μην τον ακούσει η γυναίκα του, ταραχτεί και θέσει σε κίνδυνο το αγέννητο παιδί τους. Το πρωί είχε πεθάνει. Την επομένη γεννήθηκε ο γιος του, ο οποίος έγινε αργότερα πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι. Ο Σκαλκώτας, εκτός από το ήθος του, μάς κληροδότησε τουλάχιστον 110 έργα.
Σήμερα το έργο του χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης σε όλη την Ευρώπη. Η φινλανδική δισκογραφική εταιρία BIS έχει ήδη κυκλοφορήσει 16 CD με έργα του, ενώ αποτελεί αντικείμενο διδακτορικών διατριβών, όπως για παράδειγμα αυτής του John Thornley στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ο συνθέτης και μουσικολόγος Γιώργος Ζερβός επισημαίνει ότι ο Σκαλκώτας ξεπέρασε τη δεύτερη σχολή της Βιέννης καινοτομώντας με την ταυτόχρονη χρήση πολλών δωδεκαφθογγικών σειρών, τις οποίες μάλιστα κατάφερε να εντάξει στις μεγάλες κλασικές φόρμες. Παρατηρεί, επίσης, ότι η πολλαπλότητα των μέσων έκφρασης του Σκαλκώτα –έγραφε ταυτόχρονα σε διαφορετικά μουσικά ιδιώματα- και η ενότητα του ύφους του έργου του αποτελούν στοιχεία μοναδικά στη μουσική του 20ου αιώνα.
Στην Ελλάδα, όμως, αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς για τον επιπλέον λόγο ότι στην τραγική του μοίρα, συμπυκνώνονται στο μέγιστο βαθμό τα πάθη της μουσικής μας -κι όχι μόνο- ζωής. Ο συνθέτης Χάρης Βρόντος ασκεί εντονότατη κριτική σε όσους θεωρεί υπεύθυνους για τον παραγκωνισμό του Σκαλκώτα και του έργου του, τόσο όσο αυτός βρίσκονταν εν ζωή, όσο και μετέπειτα. Σύμφωνα με τον Βρόντο, την ευθύνη φέρουν η ανευθυνότητα των επίσημων πολιτιστικών φορέων και οι «κλίκες» των τότε κρατούντων στη μουσική ζωή του τόπου.
Ωστόσο οι συνθήκες που ευθύνονταν για την κακουχία του Σκαλκώτα είναι διαχρονικές. Έντεκα χρόνια μετά το θάνατο του, στις 6 Νοεμβρίου του 1960, έγραφε ο μουσικοκριτικός της Αυγής, Βασίλης Παπαδημητρίου: Θα εξακολουθήσουμε να στέλνουμε στο εξωτερικό τους νέους με κρατική υποτροφία και ύστερα θα θέτουμε φραγμό στο δρόμο τους; […] Ας θυμηθούμε τις περιπέτειες του άμοιρου Νίκου Σκαλκώτα… Ας μην ξεχνάμε ότι το 1960 είχε χαρακτηριστεί ως έτος (περίπου) μηδέν για την ελληνική μουσική. Είναι η χρονιά του περίφημου Μανιφέστου που υπέγραψαν οι Μίκης Θεοδωράκης, Αργύρης Κουνάδης, Γιάννης Ξενάκης, Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, Δημήτρης Χωραφάς και Φοίβος Ανωγειανάκης στο οποίο αναφέρονται τα ίδια σχεδόν προβλήματα που «σκότωσαν» τον Νίκο Σκαλκώτα, τα ίδια σχεδόν προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και σήμερα. Ποια είναι η κατάσταση της μουσικής παιδείας στα σχολεία; Γιατί οι μουσικοί των ορχηστρών μας μένουν για μήνες ολόκληρους απλήρωτοι; Έχουμε άραγε κρατικά Ωδεία, εκτός από το ένα της Θεσσαλονίκης; Έχουμε Μουσική Ακαδημία, εκτός από την προεκλογική υπόσχεση του 2007, την οποία –όπως εν τέλει «στα χαρτιά» διαμορφώθηκε- όχι μόνο οι επαγγελματίες του χώρου, αλλά ακόμα κι ο ίδιος ο Θόδωρος Αντωνίου, ο υπεύθυνος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία της, την απαρνήθηκε;
Σήμερα, 60 χρόνια μετά τον θάνατο του, ελάχιστα έχει τιμηθεί ο Νίκος Σκαλκώτας από την πολιτεία, η οποία σχεδόν τίποτα δεν έχει κάνει για τη διάδοση του έργου του, καθώς για τη διάδοση του έργου των Ελλήνων συνθετών γενικότερα. Μήπως, όμως, ακόμα και αυτές οι «τιμές», θα ήταν σήμερα περιττές; Ο δάσκαλος του Σκαλκώτα και επινοητής του δωδεκαφθογγισμού, ο Σένμπεργκ είχε αναφέρει σε ένα γράμμα, με αφορμή μία εκδήλωση προς τιμήν του Μπετόβεν:
Μία γιορτή για τον Μπετόβεν δεν θα έπρεπε να χρησιμεύει στη δόξα εκείνων που την οργανώνουν, αλλά μονάχα στη δόξα εκείνου ο οποίος τιμάται. Γι αυτόν το λόγο πρέπει να γίνει κάτι τιμητικό κι όχι να εκτελούνται [απλώς]τα έργα του όπως συνήθως, χωρίς να κοπιάζουμε περισσότερο από ότι συνήθως...
Πώς θα μπορούσε, άραγε, να τιμηθεί σήμερα ο Σκαλκώτας; Δεν θα ήταν αρκετό ή τουλάχιστον ελάχιστο προαπαιτούμενο να εκλείψουν οι αιτίες που «σκότωσαν» την ανάδειξη, την κατανόηση και την πρόσληψη του έργου του; Έχουμε μία Μουσική Ακαδημία που θα εκπαίδευε -στον τόπο μας- μουσικούς ικανούς να παίξουν το έργο του; Πόσα από τα αιτήματα του περίφημου μανιφέστου του 1960 έχουν πραγματοποιηθεί σήμερα; Πόσοι Έλληνες έχουν την ανάλογη παιδεία, ώστε να τον εκτιμήσουν και να τον απολαύσουν; Έχουμε άραγε τόσο σπουδαία και απαιτητική μουσική –και καλλιτεχνική- παιδεία, ώστε να καλλιεργούμε τέτοιους ερασιτέχνες, οι οποίοι να χαίρονται τη μουσική που παίζουν οι ίδιοι και να απολαμβάνουν, ως ενεργητικοί και συνειδητοποιημένοι ακροατές, τη μουσική που δημιουργούν οι επαγγελματίες ή οι πιο ταλαντούχοι εκ των ερασιτεχνών;
Στην εποχή του ο Νίκος Σκαλκώτας παραγκωνίστηκε από τους ομότεχνούς του. Σήμερα χαίρει απεριόριστης εκτίμησης ανάμεσά τους. Αν όμως όσον αφορά την κατανόηση και εκτίμηση του έργου του έχουμε φτάσει πλέον στο έτος ένα, μήπως όσον αφορά τη γενικότερη μουσική παιδεία βρισκόμαστε ακόμα στο έτος (περίπου) μηδέν;
πηγή tvxs
Κατά την γνώμη μου ο Σκαλκώτας όπως και ο αρχιτέκτονας Κωνσταντινίδης (και πολύ άλλοι που δεν τους παραθέτω εδώ), καταπιάνονται με την ελληνικότητα, στην πραγματική της όμως έννοια και διάσταση και όχι με τις ηλίθιες αναχρονιστικές και απίστευτα κιτσάτες αντιγραφές και παρωδίες του αρχαίου ή και του βυζαντινού πολιτισμού. Και αυτήν την τοπιότητα και ελληνικότητα προσπαθούν να αποδώσουν με μια παγκόσμια και σύγχρονη (μουσική, σρχιτεκτονική, κ.ο.κ.) γλώσσα και το καταφέρνουν με απίστευτα μοναδικά αποτέλεσματα.
Βρίσκουν τα πραγματικά και διαχρονικά στοιχεία αυτής της καημένης της ελληνικής κουλτούρας, που αντί να γιορτάζει την πολυπολιτισμικότητα, την πολυμορφία, και την πολυφωνία της, στρέφεται εναντίον της ίδιας της φύσης.
Έτσι αποδεικνύουν ότι ελληνικό δεν είναι αυτός ο καταραμένος κίονας με τα παπαράκια στην κορυφή, ούτε και το σκυλαδικομπούζουκο που και καλά είναι η κυρίαρχη λαική διακέδαση (που άμα δεις τις τιμές καταλαβαίνεις πως μόνο λαική δεν είναι αυτή η διασκέδαση).
Και συνεχίζω , πάντα εκφράζοντας την αποψή μου, λέγοντας πως ότι είναι πραγματικά ελληνικό είναι και πραγματικά λαικό, αυτό είναι και η πεμπτουσία της τέχνης αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι το σέβονται, το μελετούν, το κάνουν κέντρο της εκφρασής τους και το εξυψώνουν σε παγκόσμια αναγνωρίσιμο και καταξιωμένο.
Εξήντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από το θάνατο του σπουδαιότερου, κατά πολλούς, Έλληνα συνθέτη κλασικής μουσικής, του Νίκου Σκαλκώτα, όμως όλα όσα τον «σκότωσαν» τότε, συνεχίζουν να «σκοτώνουν» ακόμα και σήμερα την Ελληνική μουσική.
Του Πάρι Κωνσταντινίδη
Πέρασαν ήδη 60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (19 Σεπτεμβρίου 1949), του σπουδαιότερου, ίσως, συνθέτη –της λεγόμενης «κλασικής» μουσικής- που γέννησε ποτέ ο τόπος μας, μα μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή η αξία του στη χώρα μας. Όσο ζούσε, ελάχιστοι τον είχαν εκτιμήσει –όπως ο αείμνηστος μουσικοκριτικός της Καθημερινής Μίνως Δούνιας- τόσο ελάχιστοι, όσο και η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Ο Νίκος Σκαλώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1904. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1920 παίρνοντας χρυσό μετάλλιο και υποτροφία. Πηγαίνει στο Βερολίνο για να περαιτέρω σπουδές. Εκεί τον κερδίζει η σύνθεση, όπου μαθητεύει–μεταξύ άλλων- δίπλα στους Αρνολντ Σένμπεργκ και Κουρτ Βάιλ. Το αδιέξοδο μιας ερωτικής σχέσης, οικονομικά προβλήματα και η άνοδος του ναζισμού το 1933 τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Όταν επιστρέφει στην Αθήνα, παρά τη δεξιοτεχνία του, παίζει βιολί στο τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής Ορχήστρας. Απομονωμένος από τον καλλιτεχνικό περίγυρο συνεχίζει να συνθέτει παρότι το έργο του παρέμενε ανερμήνευτο, είτε επειδή ήταν δυσνόητο για τα δεδομένα της ελληνικής μουσικής ζωής, είτε επειδή είναι εξαιρετικά απαιτητικό ακόμα και για σημερινές ορχήστρες. Οι κακουχίες και η πενία δεν άργησαν να οδηγήσουν στο τέλος.
Μία ημέρα, όπως περιγράφει ο πιανίστας και μαέστρος Γιώργος Χατζηνίκος, είχε πάει στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Δήμου Αθηναίων (εκεί που βρίσκεται σήμερα το πνευματικό κέντρο) για να εξεταστεί, καθώς έπασχε από κήλη. Περίμενε στην ουρά ώσπου το ιατρείο έκλεισε στις μία, οπότε έφυγε για να επιστρέψει την επομένη. Δεν εκμεταλεύτηκε ούτε την γνωριμία με τον γιατρό (από τον καιρό του Βερολίνου) για να περάσει μπροστά στην ουρά, ούτε είχε την οικονομική δυνατότητα να πάει αλλού, καθώς είχε ήδη κλείσει θέση σε κλινική για την ετοιμόγεννη γυναίκα του. Το βράδυ τον έπιασαν οι πόνοι και τύλιξε το στόμα του με πετσέτες για να μην τον ακούσει η γυναίκα του, ταραχτεί και θέσει σε κίνδυνο το αγέννητο παιδί τους. Το πρωί είχε πεθάνει. Την επομένη γεννήθηκε ο γιος του, ο οποίος έγινε αργότερα πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι. Ο Σκαλκώτας, εκτός από το ήθος του, μάς κληροδότησε τουλάχιστον 110 έργα.
Σήμερα το έργο του χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης σε όλη την Ευρώπη. Η φινλανδική δισκογραφική εταιρία BIS έχει ήδη κυκλοφορήσει 16 CD με έργα του, ενώ αποτελεί αντικείμενο διδακτορικών διατριβών, όπως για παράδειγμα αυτής του John Thornley στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ο συνθέτης και μουσικολόγος Γιώργος Ζερβός επισημαίνει ότι ο Σκαλκώτας ξεπέρασε τη δεύτερη σχολή της Βιέννης καινοτομώντας με την ταυτόχρονη χρήση πολλών δωδεκαφθογγικών σειρών, τις οποίες μάλιστα κατάφερε να εντάξει στις μεγάλες κλασικές φόρμες. Παρατηρεί, επίσης, ότι η πολλαπλότητα των μέσων έκφρασης του Σκαλκώτα –έγραφε ταυτόχρονα σε διαφορετικά μουσικά ιδιώματα- και η ενότητα του ύφους του έργου του αποτελούν στοιχεία μοναδικά στη μουσική του 20ου αιώνα.
Στην Ελλάδα, όμως, αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς για τον επιπλέον λόγο ότι στην τραγική του μοίρα, συμπυκνώνονται στο μέγιστο βαθμό τα πάθη της μουσικής μας -κι όχι μόνο- ζωής. Ο συνθέτης Χάρης Βρόντος ασκεί εντονότατη κριτική σε όσους θεωρεί υπεύθυνους για τον παραγκωνισμό του Σκαλκώτα και του έργου του, τόσο όσο αυτός βρίσκονταν εν ζωή, όσο και μετέπειτα. Σύμφωνα με τον Βρόντο, την ευθύνη φέρουν η ανευθυνότητα των επίσημων πολιτιστικών φορέων και οι «κλίκες» των τότε κρατούντων στη μουσική ζωή του τόπου.
Ωστόσο οι συνθήκες που ευθύνονταν για την κακουχία του Σκαλκώτα είναι διαχρονικές. Έντεκα χρόνια μετά το θάνατο του, στις 6 Νοεμβρίου του 1960, έγραφε ο μουσικοκριτικός της Αυγής, Βασίλης Παπαδημητρίου: Θα εξακολουθήσουμε να στέλνουμε στο εξωτερικό τους νέους με κρατική υποτροφία και ύστερα θα θέτουμε φραγμό στο δρόμο τους; […] Ας θυμηθούμε τις περιπέτειες του άμοιρου Νίκου Σκαλκώτα… Ας μην ξεχνάμε ότι το 1960 είχε χαρακτηριστεί ως έτος (περίπου) μηδέν για την ελληνική μουσική. Είναι η χρονιά του περίφημου Μανιφέστου που υπέγραψαν οι Μίκης Θεοδωράκης, Αργύρης Κουνάδης, Γιάννης Ξενάκης, Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, Δημήτρης Χωραφάς και Φοίβος Ανωγειανάκης στο οποίο αναφέρονται τα ίδια σχεδόν προβλήματα που «σκότωσαν» τον Νίκο Σκαλκώτα, τα ίδια σχεδόν προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και σήμερα. Ποια είναι η κατάσταση της μουσικής παιδείας στα σχολεία; Γιατί οι μουσικοί των ορχηστρών μας μένουν για μήνες ολόκληρους απλήρωτοι; Έχουμε άραγε κρατικά Ωδεία, εκτός από το ένα της Θεσσαλονίκης; Έχουμε Μουσική Ακαδημία, εκτός από την προεκλογική υπόσχεση του 2007, την οποία –όπως εν τέλει «στα χαρτιά» διαμορφώθηκε- όχι μόνο οι επαγγελματίες του χώρου, αλλά ακόμα κι ο ίδιος ο Θόδωρος Αντωνίου, ο υπεύθυνος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία της, την απαρνήθηκε;
Σήμερα, 60 χρόνια μετά τον θάνατο του, ελάχιστα έχει τιμηθεί ο Νίκος Σκαλκώτας από την πολιτεία, η οποία σχεδόν τίποτα δεν έχει κάνει για τη διάδοση του έργου του, καθώς για τη διάδοση του έργου των Ελλήνων συνθετών γενικότερα. Μήπως, όμως, ακόμα και αυτές οι «τιμές», θα ήταν σήμερα περιττές; Ο δάσκαλος του Σκαλκώτα και επινοητής του δωδεκαφθογγισμού, ο Σένμπεργκ είχε αναφέρει σε ένα γράμμα, με αφορμή μία εκδήλωση προς τιμήν του Μπετόβεν:
Μία γιορτή για τον Μπετόβεν δεν θα έπρεπε να χρησιμεύει στη δόξα εκείνων που την οργανώνουν, αλλά μονάχα στη δόξα εκείνου ο οποίος τιμάται. Γι αυτόν το λόγο πρέπει να γίνει κάτι τιμητικό κι όχι να εκτελούνται [απλώς]τα έργα του όπως συνήθως, χωρίς να κοπιάζουμε περισσότερο από ότι συνήθως...
Πώς θα μπορούσε, άραγε, να τιμηθεί σήμερα ο Σκαλκώτας; Δεν θα ήταν αρκετό ή τουλάχιστον ελάχιστο προαπαιτούμενο να εκλείψουν οι αιτίες που «σκότωσαν» την ανάδειξη, την κατανόηση και την πρόσληψη του έργου του; Έχουμε μία Μουσική Ακαδημία που θα εκπαίδευε -στον τόπο μας- μουσικούς ικανούς να παίξουν το έργο του; Πόσα από τα αιτήματα του περίφημου μανιφέστου του 1960 έχουν πραγματοποιηθεί σήμερα; Πόσοι Έλληνες έχουν την ανάλογη παιδεία, ώστε να τον εκτιμήσουν και να τον απολαύσουν; Έχουμε άραγε τόσο σπουδαία και απαιτητική μουσική –και καλλιτεχνική- παιδεία, ώστε να καλλιεργούμε τέτοιους ερασιτέχνες, οι οποίοι να χαίρονται τη μουσική που παίζουν οι ίδιοι και να απολαμβάνουν, ως ενεργητικοί και συνειδητοποιημένοι ακροατές, τη μουσική που δημιουργούν οι επαγγελματίες ή οι πιο ταλαντούχοι εκ των ερασιτεχνών;
Στην εποχή του ο Νίκος Σκαλκώτας παραγκωνίστηκε από τους ομότεχνούς του. Σήμερα χαίρει απεριόριστης εκτίμησης ανάμεσά τους. Αν όμως όσον αφορά την κατανόηση και εκτίμηση του έργου του έχουμε φτάσει πλέον στο έτος ένα, μήπως όσον αφορά τη γενικότερη μουσική παιδεία βρισκόμαστε ακόμα στο έτος (περίπου) μηδέν;
πηγή tvxs